τυραννοπολίτης

τυραννοπολίτης
ὁ, Α
πολίτης τυραννοκρατούμενης πόλης, πόλης στην οποία υπάρχει καθεστώς τυραννίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + πολίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”